Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τό δωμάτιο μου δεν

  • 1 επικοινωνώ

    (ε) αμετ.
    1) сообщаться, иметь связь;

    επικοινωνώ διά τηλεφώνου — связаться по телефону;

    2) общаться;
    3) быть смежным, сообщаться;

    τα δωμάτια επικοινωνούν — смежные комнаты;

    τό δωμάτιο μου δεν επικοινωνει με τον κήπο — моя комната не имеет выхода в сад

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επικοινωνώ

  • 2 ήλιος

    ο
    1) прям., перен. солнце;

    τεχνητός ήλιος — горное солнце;

    ανατολή (δύση) τού ηλίου восход (закат) солнца;
    η εκλειψη (τού) ηλίου затмение солнца;

    ο ήλιος της αλήθειας — солнце правды;

    βγαίνω (ζεσταίνομαι) στον -о выходить (греться) на солнце;

    με μαύρισε ο ήλιος — я загорел;

    τό δωμάτιο μου το βλέπει ( — или τό χτυπάει) ο ήλιος όλη την ημέρα — в моей комнате весь день солнце;

    2) подсолнух;
    3) красавец, красавица;

    § μή μού πιάνεις τον ήλιο — не заслоняй мне солнце;

    η χώρα τού 'Ανατέλλοντος Ηλίου страна восходящего солнца (о Японии);

    με τον ήλιο — когда светит солнце, после восхода, до заката;

    υπό τον -ον в этом мире, на этом свете;

    δεν έχω θέσιν υπό τον ήλιος ον — или δεν έχω στον ήλιο μοίρα — быть обездоленным; — не иметь места под солнцем;

    άϊ στον ήλιο — или πίσω από τον ήλιο! — или κατά -ου κώλο! κ — дьяволу!, к чёрту!;

    θα πάω εκεί πού ψήνει ο ήλιος το ψωμί — я уеду на

    край света, я готов уехать к чёрту на рога;

    ήλιος με δόντια — холодное, не согревающее солнце;

    βαρείтоб ήλιου πετριές — погов, толочь воду в ступе;

    άναψε του το λύχνο να δει τον ήλιο — посл, глаза как плошки, а Не видят ни крошки

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ήλιος

  • 3 αστράφτω

    (αόρ. άστραψα) 1. αμετ.
    1) сверкать (о молниях);

    αστράφτει (ο ουρανός) — сверкают молнии;

    2) перен. сверкать (о глазах, взгляде); сиять (о лиие);

    αστράφτουν τα μάτια του από θυμό — его глаза сверкают от гнева;

    τό πρόσωπο της αστράφτει από χαρά — её лицо сияет от радости;

    3) блестеть, сверкать (о посуде, украшениях;
    тж. чистотой);

    τό δωμάτιο αστράφτει (από καθαρότητα) — комната блестит (чистотой);

    4) απρόσ.:
    μού (σού κ.λ.π.) άστραψε а) мне (тебе и т. д.) пришло в голову, на ум; μου άστραψε να φύγω мне внезапно пришло в голову уйти; б) мне (тебе и т. д.) досталось, выпало (о выигрыше и т. п.); του άστραψε μιά μεγάλη κληρονομιά ему досталось большое наследство; § άστραψε το φως μου (του, της κ.λ.π.) на минуту я (он и т. д.) ослеп (от удара); αν δεν αστράψει δεν βροντά без причины ничего не бывает; ΰστραψε η αλήθεια правда стала очевидной; 2. αμετ. ударить рукой; του άστραψε μιά (или ένα χαστούκι, ένα μπάτσο) он дал ему пощёчину (оплеуху)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αστράφτω

См. также в других словарях:

  • επικοινωνώ — (AM ἐπικοινωνῶ, έω) [κοινωνώ] έρχομαι σε επαφή, σε σχέση, σε συνάφεια με κάποιον («περὶ δ’ αὖ τῆς ἐκδόσεως, ἐπικοινωνήσαντες τῷ Ξούθῳ», Δημοσθ.) νεοελλ. συνδέομαι ψυχικά, πνευματικά μσν. νεοελλ. συγκοινωνώ «το δωμάτιό μου δεν επικοινωνεί με τον… …   Dictionary of Greek

  • μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… …   Dictionary of Greek

  • εκείνος — η, ο (AM ἐκεῑνος, η, ον) 1. δεικτική αντωνυμία που χρησιμοποιείται για αντικείμενα που βρίσκονται μακριά («εκείνου τού τραγουδιστή τση νύκτας εθυμάτο», Ερωτόκρ.) 2. όταν η αντωνυμία αυτός ή ούτος και εκείνος αναφέρονται σε δύο προηγούμενες λέξεις …   Dictionary of Greek

  • γυμνός — ή, ό 1. αυτός που δε φοράει ρούχα, γδυτός, ακάλυπτος: Της αρέσει να κάνει μπάνιο στη θάλασσα γυμνή. 2. μτφ., ο φτωχός, ο άδειος: Το δωμάτιό μου είναι γυμνό γιατί δεν αγόρασα ακόμα έπιπλα. 3. χωρίς βλάστηση, άδεντρος: Γυμνός λόφος. 4. το ουδ. ως… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»